- απορρουφώ
- μετ.1) см. απορροφώ 1; 2) допивать;
απορρούφηξε τον καφέ σου — выпей скорее своё кофе
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απορρούφηξε τον καφέ σου — выпей скорее своё кофе
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.